μυγιάγγιχτος

μυγιάγγιχτος
και μυγάγγιχτος και μυγιόγγιχτος, -η, -ο
πολύ εύθικτος, ευερέθιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύγα (πρβλ. τ. μύγια) + αμάρτυρο επίθ. *αγγιχτός (< αγγίζω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μυγιάγγιχτος — η, ο αυτός που θίγεται με το παραμικρό, που θυμώνει με ασήμαντη αφορμή, ο υπερευαίσθητος: Είναι μυγιάγγιχτη και θυμώνει με το παραμικρό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άπτω — (νεοελλ. άφτω) ἅπτω (AM), άπτομαι (AM ἅπτομαι) ( ω) ανάβω κάτι νεοελλ. 1. ανάβω, καίγομαι 2. ανάβω, εξάπτομαι αρχ. 1. φρ. «χορὸν ἅψωμεν» ας αρχίσουμε τον χορό 2. προσαρμόζω (νέα χορδή στη λύρα) ( ομαι) νεοελλ. 1. έχω κάποια σχέση, πλησιάζω 2. φρ …   Dictionary of Greek

  • μη μου άπτου — Κοινή ονομασία του είδους Mimosa pudica. Βλ. λ. μιμοζίδες ή μιμοσίδες ή μιμοσοειδή. * * * το 1. το φυτό μιμόζα η αισχυντηλή 2. μτφ. ως επίθ. άνθρωπος λεπτεπίλεπτος, υπερευαίσθητος, μυγιάγγιχτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευαγγελική φρ. μὴ μοῦ ἅπτου «μη μέ… …   Dictionary of Greek

  • μύγα — (musca domestica). Έντομο της οικογένειας των μιιδών, της τάξης των διπτέρων. Το κεφάλι φέρει μεγάλους σύνθετους οφθαλμούς, κεραίες κοντές και στοματικά όργανα μυζητικού τύπου, που αποτελούνται κυρίως από το κάτω χείλος, επίμηκες σαν προβοσκίδα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”